γνωρισμός

γνωρισμός
γνωρισμός
making known
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γνωρισμός — ο (AM γνωρισμός) [γνωρίζω] 1. η γνωριμία 2. η αναγνώριση (αρχ. μσν.) (νομ.) η γνωστοποίηση …   Dictionary of Greek

  • γνωρισμοῦ — γνωρισμός making known masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρισμῷ — γνωρισμός making known masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρισμόν — γνωρισμός making known masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”